Αλίμονο στους νέους... (Όταν βρεθούν ανάμεσα σε τίποτα παράξενους γέρους και γριές)
Το παρακάτω άρθρο ψαρεύτηκε από το cityportal.gr και απλά μετράει πολύ!
Γύρω στις 10 με 11 το πρωί δεν είναι να κυκλοφορείς με αστικό λεωφορείο. Μια μέρα, τέτοια ώρα, περιμένουμε στη στάση μαζί την κόρη μου που είναι επτά χρονών και μόλις φτάνει το λεωφορείο κι ανοίγουν οι πόρτες για να μπούμε μέσα αλλά η μικρή αντιστέκεται. «Δεν μπαίνω» μου λέει με πείσμα. Και συμπληρώνει με έμφαση: «Αυτό είναι γεμάτο με γιαγιάδες και παππούδες». Ξαφνιάζομαι. «Και τι σε πειράζουν εσένα οι γιαγιάδες και οι παππούδες;» τη ρωτάω. «Θέλουν να κάθονται αυτοί, κι όσοι… δεν κάθονται, όλο σε κοιτάνε» μου απαντάει. Της κάνω τη χάρη και δεν μπαίνουμε σε αυτό το λεωφορείο, περιμένουμε το επόμενο που ήδη το βλέπω να έρχεται από μακριά.
Μέσα στο (επόμενο) λεοφωρείο, μια γιαγιά με σπαστά άσπρα μαλλιά, είναι καθισμένη στη θέση για άτομα «που έχουν κάποια ανάγκη». Πίσω ακριβώς από τη γιαγιά, καθισμένος ψηλά σε κάτι σαν μπαούλο πάνω από την μπροστινή ρόδα, είναι ένα νεαρός με μακριά μαλλιά και μαύρα γυαλιά, ο οποίος έχει πιάσει κουβέντα με μια ψηλή κοπέλα της ηλικίας του, που στέκεται όρθια μπροστά στη γιαγιά. Ώσπου σε κάποια στιγμή η γιαγιά λέει σε τόνο εριστικό στο νεαρό ότι την ενοχλεί έτσι όπως μιλάει πάνω από το κεφάλι της. Ο νεαρός τα παίρνει στο κρανίο και της απαντάει «να προσέχει και τα λόγια της, γιατί κι αυτός μπορεί να μιλήσει έτσι, αν και δεν θα έπρεπε κανονικά σε μια γυναίκα της ηλικίας της» και τέτοια. Κάτι λέει και για την κοπέλα η γιαγιά και η κοπέλα εκνευρίζεται τόσο πολύ που σχεδόν αρχίζει να τρέμει, της βάζει τις φωνές και η γιαγιά λουφάζει, κοιτάει αλλού και κουνάει με τα δάχτυλα το γιακαδάκι της σαν να ζεσταίνεται ξαφνικά. Οι γύρω υπερήλικες αλλά και κάποιοι προχωρημένοι μεσήλικες κουνούν το κεφάλι αποδοκιμάζοντας ολοφάνερα τη συμπεριφορά των νεαρών («που δεν σέβονται πια τους ηλικιωμένους»). Εμένα όμως η αίσθησή μου είναι πως στην προκειμένη περίπτωση το αντίθετο έχει μάλλον συμβεί: η γιαγιά είναι αυτή που δεν σεβάστηκε μια ευαίσθητη στιγμή (για την ηλικία) αυτών των δύο νεαρών: τη στιγμή που φλέρταραν μεταξύ τους και ακόμη χειρότερα, πρόσβαλλε τον έναν μπροστά στον άλλον. Μετά, παρόλο που η κοπέλα μετακινείται πιο κοντά στον νεαρό και βγαίνει από το οπτικό πεδίο της γριάς, η γριά στρέφεται κάθε τόσο προς το μέρος της και την κοιτάει αδιάκριτα στο πρόσωπο σαν να την «καρφώνει με το βλέμμα της». Η κοπέλα μόλις το αντιλαμβάνεται την καρφώνει κατάματα με βλέμμα αυστηρό κι αυτή και αναγκάζει τη γριά να χαμηλώσει τα μάτια της. Αλλά μετά από λίγο η γριά πάλι επιμένει, κι αυτό γίνεται ξανά και ξανά. Τότε θυμάμαι αυτό που μου είπε πριν λίγο η κόρη μου ενοχλημένη (σαν να το είχε και η ίδια υποστεί κάποια στιγμή) για τις γιαγιάδες και τους παππούδες στα λεωφορεία: «Που όλο… σε κοιτάνε»!
Ένας κοτσανάτος γέρος, προφανώς εκ της υπαίθρου προερχόμενος καθότι κοκκινομάγουλος -από τον καθαρό αέρα και τον ήλιο, ανεβαίνει μαζί με τη γριά του στο λεωφορείο και καταλαμβάνουν δύο άδεια καθίσματα χωρίς να «χτυπήσουν» τα εισιτήριά τους στο μηχάνημα. Ο γέρος μετά φωνάζει σε μια νεαρή που μόλις «χτύπησε» το δικό της εισιτήριο «Έι, κοπελίτσα» και της δίνει το εισιτήριο του, τεντώνοντας το χέρι του κατά πάνω της. Εκείνη το παίρνει υπάκουα και το «χτυπάει» στο μηχάνημα κι όταν του το επιστρέφει, ο γέρος το παίρνει χωρίς να πει ούτε ένα ευχαριστώ, κοιτάει απλώς αυτάρεσκα ίσια μπροστά του. Δίπλα του, από τη μέσα μεριά, η γριά του έχει μείνει αμήχανη με το δικό της εισιτήριο στο χέρι και δεν τολμάει ούτε να το δώσει σε κάποιον άλλον επιβάτη ούτε στον γέρο της… ώσπου σηκώνεται η ίδια και το «χτυπάει» κι έπειτα επιστρέφει στη θέση της, αναγκάζοντας το γέρο να μετακινηθεί στο κάθισμά του δυο φορές -πάντα με το ίδιο αγέρωχο ύφος κι ένα υπομειδίαμα κάτω από το λεπτό γκρίζο μουστάκι του.
Και σκέφτομαι τους νέους, αυτούς τους κακόμοιρους τους νέους και τις νέες, που πηγαίνουν με τα λεωφορεία στις σχολές τους, κάπως αργά το πρωί, που κυκλοφορούν με τα ίδια λεωφορεία -από και προς το κέντρο της πόλης- οι γιαγιάδες και οι παππούδες (τους). Κι επειδή φοβούνται μην τους πουν καμιά κουβέντα, γιατί καταλαμβάνουν τα καθίσματα που θα έπρεπε να τους παραχωρήσουν, ή, ακόμη χειρότερα, να αρχίσουν να τους κοιτούν επίμονα (οι γριές και οι γέροι τους νέους και τις νέες, μπας και τους κάνουν να φιλοτιμηθούν ή να ντραπούν), κάθονται με ένα ύφος απαθές και -τις περισσότερες φορές φορώντας και γυαλιά ηλίου- κοιτούν δήθεν έξω από τα παράθυρα των λεωφορείων. Ώσπου, τουλάχιστον, να μεγαλώσουν και να αποκτήσουν δικό τους Ι.Χ.
Σωτήρης Ζήκος